ευφημητήριος

ευφημητήριος
εὐφημητήριος, -ον (Μ)
αυτός που επιφέρει επευφημίες, που λέγεται ως επευφημία, ο ευφημητικός, ο εξυμνητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ-φημώ + κατάλ. -τήριος (πρβλ. νικη-τήριος, υμνη-τήριος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”